ἀνδράγρια

ἀνδράγρια
ἀνδράγρια
spoils of a slain enemy
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανδράγρια — ἀνδράγρια, τα (Α) τα λάφυρα από σκοτωμένο εχθρό και κυρίως η πανοπλία του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + αγρια, πληθ. του αγριον < άγρα «κυνήγι»] …   Dictionary of Greek

  • ἀνδράγρι' — ἀνδράγρια , ἀνδράγρια spoils of a slain enemy neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… …   Dictionary of Greek

  • βοάγριον — βοάγριον, το (Α) ασπίδα από δέρμα άγριου ταύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + άγριον < άγρα «κυνήγι, θήραμα» (πρβλ. ανδράγρια, τα). Η ετυμολόγηση < βους άγριος δεν φαίνεται πειστική] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”